ἐπιτετριηράρχηκα

ἐπιτετριηράρχηκα
ἐπιτριηραρχέω
to be trierarch beyond the legal time
perf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτριηραρχώ — ἐπιτριηραρχῶ, έω (Α) είμαι τριήραρχος πέρα από τον καθορισμένο χρόνο («καὶ ἐπιτετριηράρχηκα τέτταρας μῆνας», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τριηραρχώ (< τριήραρχος < τριήρης + άρχω «διοικώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”